- επιστάτις
- ηβλ. επιστάτης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιστάτης — ο (θηλ. επιστάτρια και επιστάτισσα) (AM ἐπιστάτης, ὁ θηλ. ἐπιστάτις) αυτός που επιτηρεί, εποπτεύει και φροντίζει κάτι νεοελλ. 1. ο υπεύθυνος για την καθαριότητα κτηρίου (κυρίως σχολείου) 2. φρ. «επιστάτης κτήματος» ο υπεύθυνος για την καλλιέργεια … Dictionary of Greek
ἐπίσταθ' — ἐπί̱στατο , ἐφίστημι set imperf ind mp 3rd sg (ionic) ἐπί̱στατε , ἐφίστημι set imperf ind act 2nd pl (ionic) ἐπίστατε , ἐφίστημι set pres imperat act 2nd pl (ionic) ἐπίστατε , ἐφίστημι set pres ind act 2nd pl (ionic) ἐπίσταται , ἐφίστημι set pres … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίστατ' — ἐπί̱στατο , ἐφίστημι set imperf ind mp 3rd sg (ionic) ἐπί̱στατε , ἐφίστημι set imperf ind act 2nd pl (ionic) ἐπίστατε , ἐφίστημι set pres imperat act 2nd pl (ionic) ἐπίστατε , ἐφίστημι set pres ind act 2nd pl (ionic) ἐπίσταται , ἐφίστημι set pres … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)